Αν
περπατάς με τον νόμο του Θεού και επιθυμείς στη ζωή σου να είσαι ευάρεστος σ’ Αυτόν, θα φτάσεις σε
κάποιο σημείο που θ’ αντιληφθείς ότι ο νόμος δεν σταματά ποτέ να διεκδικεί και,
ως εκ τούτου, να σε δείχνει παραβάτη.
Έχω
περπατήσει πολλά χρόνια με την πίστη, αλλά σέρνοντας ταυτόχρονα μαζί μου και το
δεκανίκι του νόμου. Φτάνει όμως κάποτε η ώρα που αναγκάζεσαι το πετάξεις, διότι
στο τέλος μπορείς να καταντήσεις ανάπηρος. Στην ζωή της πίστης υπάρχουν πάρα
πολλές εντολές, «οφείλω» και «πρέπει», επειδή έχουμε προσωπική σχέση με τον
Κύριο. Τα ονομάζω «πρέπει» και «οφείλω»
όχι γιατί αποτελούν είδος καταναγκαστικών έργων του νόμου, αλλά γιατί έτσι
είναι η ζωή της πίστης: είναι μια σχέση υπακοής που συχνά καλείσαι να λάβεις
υπόψη σου το θέλημα του Θεού, ενώ παράλληλα οφείλεις να λάβεις υπόψη σου τις
ανάγκες των άλλων και το συμφέρον τους για να σωθούν.
Όμως,
αν περπατάς διαρκώς με τον νόμο –σαν κάποιους απόλυτα νομοταγείς πολίτες που
προσπαθούν συνεχώς να ευθυγραμμίζουν τη ζωή τους με τους νόμους της πολιτείας,
και στο τέλος νιώθουν κουρασμένοι, αδικημένοι, ή «τα κορόιδα» της υπόθεσης, θα
κουραστείς.
Ο
νόμος του Θεού, σε αντίθεση με τους νόμους της πολιτείας, ελέγχει όλα τα πεδία
της ανθρώπινης δράσης, της ψυχής και του πνεύματος. Δηλαδή, σίγουρα θα
κουραστείς να τον εκπληρώσεις εξωτερικά και εσωτερικά! Ο νόμος θα σε δείχνει
διαρκώς παραβάτη και στο τέλος θα σε εξαντλήσει. Πάντοτε θα υπάρχει κάτι που θα
μπορούσες να κάνεις καλύτερα. Άλλες φορές, ο νόμος από μόνος του θα σε καλεί να
κάνεις πράγματα άχρηστα και τυπικά, χωρίς ουσία και στόχο, γιατί απλά έτσι είναι
η φύση του νόμου, ιδιαίτερα αν τον εκλάβεις σαν ένα αφαιρετικό καταστατικό
χάρτη, απρόσωπο στις ανάγκες τις δικές σου και στις απαιτήσεις των άλλων. Ο
νόμος του Θεού είναι ένα καθοδηγητικό πλαίσιο από το οποίο αν λείψει το Πνεύμα
το Άγιο, η διαφώτισή από το ίδιο τον Θεό και η σωστή εφαρμογή εκ μέρους σου σε
διαφορετικές περιστάσεις, υπάρχει ο κίνδυνος να ταλαιπωρήσεις άλλους και να
ταλαιπωρηθείς ο ίδιος.