«Με τρομερά πράγματα, μαζί με δικαιοσύνη, θα απαντάς σε μας,
Θεέ τής σωτηρίας μας, η ελπίδα όλων των περάτων τής γης, και όσων βρίσκονται μακριά
στη θάλασσα». Ψαλμός 65:5.
Αν θα αποφασίσει μία γυναίκα να κρατήσει ένα παιδί από
μία κύηση, ακόμη και ανάπηρο, είναι θέμα προσωπικής συνείδησης, ευθύνης και
επιλογής. Το ότι ίσως κανένας από τους γύρω της, ακόμη και η εκκλησία ή πιστοί χριστιανοί,
δεν βρεθούν να μοιραστούν το φορτίο, δεν σημαίνει ότι το άτομο δεν βρίσκεται μπροστά
σε μια προσωπική απόφαση επιλογής για κάτι που είτε συνέβη «κατά λάθος» στη ζωή
του είτε γιατί ο Θεός το επέτρεψε. Το πώς τελικά θα το μεταχειριστεί αυτό ο
Θεός, αν το χρησιμοποιήσει για σωτηρία, για έλεγχο, για κατεργασία υπομονής, ή
για ό,τι άλλο, δεν αναιρεί το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί για κάθε πράξη
μας.

Όπως ακριβώς επιλογή και ευθύνη είναι αν θα υπηρετήσουμε
εσαεί ή όχι ένα ανάπηρο από ατύχημα παιδί, έναν άντρα ή μια γυναίκα με
μακροχρόνια πορεία αλτσχάιμερ, ένα ψυχολογικά διαταραγμένο μέλος της οικογένειάς
μας, ανεξάρτητα από το πόσοι και ποιοι θα μας στηρίξουν. Απλά στην περίπτωση
της κύησης είναι δελεαστική η δυνατότητα επιλογής να το «προλάβουμε», στις
άλλες όχι. Αν και σ’ αυτές μπορούμε και
πάλι να επανεξετάσουμε τη θέση μας. Πάντα η
έννοια της ατομικής επιλογής και της ευθύνης υφίσταται σε κάθε μια από τις
πράξεις μας.
Όπως σε όλες τις περιπτώσεις έτσι και εδώ, υπάρχει η
αντίληψη ότι τα άτομα δεν πρέπει να νιώθουν ενοχές για τις πράξεις τους.
Αντίθετα, πρέπει να νιώθουν αποδεκτά και όχι δακτυλοδεικτούμενα. Όμως, αυτή την
εσωτερική συμφιλίωση μόνο ο Θεός μπορεί να την προσφέρει τελεσίδικα στο άτομο. Είτε
αποτύχαμε θεληματικά είτε εξ αγνοίας μας, μόνο ο Θεός μπορεί να κοιτάξει εκεί
που έχουμε αποτύχει και να μας πει ότι Εκείνος σβήνει κάθε ενοχή, μας δέχεται, μας
δίνει ειρήνη και νέο ξεκίνημα. Αυτός ξέρει τις πληγές μας, έχει αφουγκραστεί το
αδιέξοδο και τον πόνο μας. Ανεξάρτητα αν μας δικαιώνουν ή μας κατανοούν οι
άλλοι, ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιον να μας φέρει το μήνυμα της ανάπαυσης
και της θεραπείας μέσα μας. Και η άλλη πλευρά: μπορεί οι γύρω μας να βρουν
χίλια ελαφρυντικά για να ανακουφίσουν τη συνείδησή μας, και η επιστήμη έχει επίσης τρόπους να
καταλαγιάζει τις τύψεις και την ενοχή. Αλλά αν ο σκοπός είναι να νιώθουμε καλά,
να μας κατανοούν ή να μας αποδέχονται οι άλλοι με όλες μας τις πράξεις, τότε ας
αφήσουμε καλύτερα τον Θεό έξω απ’ αυτό.
Κλείνοντας, η εκκλησία έχει ευθύνη να στηρίξει, να μην καταδικάσει, να κατανοήσει, ιδιαίτερα αν
πρόκειται για πληγωμένα άτομα που δεν έχουν τον Χριστό για Σωτήρα τους. Ωστόσο,
θα ήθελα να αναρωτηθούμε ως χριστιανοί ο καθένας για τον εαυτό του το εξής: έχουμε σαν
ζωντανή εκκλησία να πούμε κάτι διαφορετικό από τον κόσμο; Όταν σε μας τους χριστιανούς
συμβεί το ατύχημα, η φτώχεια, η
αποτυχία, η αρρώστια, η προσφυγιά, μια ανεπιθύμητη κύηση, έχουμε κάτι άλλο να δείξουμε;
Μπορούμε να φανερώσουμε ότι μέσα στη φτώχεια, ο Θεός είναι ο προμηθεύων; Ότι
μέσα στην αρρώστια ο Θεός είναι αυτός που στρώνει το κρεβάτι μας; Ότι μέσα στην
προσφυγιά, τη μιζέρια, τη μοναξιά, την αναπηρία, ο Κύριος είναι καταφύγιο του
πάσχοντος και του θλιμμένου; Μπορούμε να δείξουμε εκεί που ο κόσμος αποτυγχάνει ότι ο Θεός είναι η ελπίδα
πάσης της γης και η άγκυρα της ψυχής μέσα σε αδιέξοδες συνθήκες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου