Προς Εμμαούς

16 Μαΐου 2013

Κάποιος αϊτός

Αϊτέ μου
 πόσο γυαλίζουν τα φτερά σου!
Στο χρυσοπράσινο, στο γαλάζιο,
στο βυσσινί,
στου ήλιου τις ανταύγειες!
Εκεί στην αετοράχη,
που εγώ λαχανιάζω
και να φθάσω δεν μπορώ.

Σαν ήσουνα μικρό, 
χαιρέτησα και ορκίστηκα
για σένα να προσεύχομαι.
Και το έκανα μέχρι τώρα.
Έβρεχε ή χιόνιζε.
Γιατί έπρεπε να μεγαλώσεις.

Κι όταν άρχισες τα πρώτα σου,
δειλά πετάγματα,
από δίπλα σου πετούσα.
Μη σκιαχτείς
και στα βάραθρα κυλήσεις.

Μα τώρα, άνοιξες τα φτερούγια σου
και είναι τόσο μεγάλα,
τόσο δυνατά,
και το ράμφος σου,
και τα νύχια σου,
εγώ τι να προσφέρω;

Ήρθαν και μου 'πανε,
με συμπόνια με ειρωνεία.
"Κούρνιασε στην άκρη,
δεν βλέπεις που πετά ο αϊτός;"
Και γω σούρθηκα στην τρύπα μου,
τι μπορούσα να πω;
Τι μπόραγα να κάνω;

Τώρα πια δεν προσεύχομαι,
ούτε τολμώ να πετάξω δίπλα σου,
γιατί δεν μπορώ να σε φθάσω,
αν και το 'θελα τόσο πολύ.

Και τι παράξενο.
Πόσο ξεχνιέμαι, παραλογιάζω,
σαν σε βλέπω να στραφταλίζεις 
στου ήλιου τη σύγκρουση,
στα μεγάλα ύψη.
Νομίζω πως είμαι εγώ.
Και χαίρομαι και γελάω,
για μια στιγμή μονάχα.

Και μετά συνέρχομαι
και μαζεύομαι στη γωνιά μου
και νιώθω πάνω μου μια ταφόπετρα
που μου θυμίζει
"η αποστολή σου τελείωσε". 


                                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου