"Και να, δύο από τους μαθητές περπατούσαν την ίδια μέρα προς μία πόλη, που απείχε εξήντα στάδια από τα Ιεροσόλυμα και ονομαζόταν Εμμαούς. Και αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά όπου συνέβησαν.
Και συνέβη καθώς μιλούσαν και αντάλλασσαν κουβέντες και ο ίδιος ο Ιησούς τους έφτασε και προχωρούσε μαζί τους. Ενω τα μάτια τους έμεναν έτσι, που να μη τον αναγνωρίσουν.

Και έφυγαν αμέσως κάποιοι από μας για τον τάφο και τα βρήκαν όπως είπαν και οι γυναίκες, αλλά Αυτόν δεν τον είδαν.
Και Αυτός τους απάντησε: Ω ανόητοι και ολιγόπιστοι στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες! Δεν έπρεπε να τα πάθει όλα αυτά ο Χριστός, μέχρι να ξαναπάρει τη δόξα Του; Και άρχισε ξεκινώντας από το Μωϋσή και όλους τους προφήτες να τους εξηγεί μέσα από όλες τις Γραφές τα σχετικά με τον εαυτό Του. Και πλησίασαν στην πόλη όπου πήγαιναν και αυτός έκανε πως συνεχίζει πιο κάτω...
Και τον εξανάγκασαν λέγοντας, μείνε μαζί μας, αφού είναι ήδη απόγευμα και έχει σουρουπώσει.
Και μπήκε μαζί τους για να μείνει.
Και συνέβη όταν κάθισε να φάνε μαζί, πήρε το ψωμί και το ευλόγησε και κόβοντας τους το μοίρασε. Και τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους, ώστε να Τον αναγνωρίσουν, αλλά Αυτός έγινε άφαντος από μπροστά τους.
Και είπαν μεταξύ τους, δεν φλεγόταν η καρδιά μας, όταν μας μιλούσε στο δρόμο και όταν μας εξηγούσε τις Γραφές;
Και σηκώθηκαν τέτοια ώρα και επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα και βρήκαν μαζεμένους τους έντεκα Αποστόλους και τους υπολοίπους, που τους είπαν ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και φάνηκε στο Σίμωνα. Και εκείνοι τους διηγούνταν ότι τους συνέβη στο δρόμο και πως τους φανερώθηκε όταν έκοβε τον άρτο" .
(Από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο 24: 13-35).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου